- 'κτός
- ἐκτός , ἐκτόςwithoutindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλακτοσκόπηση — και γαλακτοσκοπία, η η γαλακτομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλακτοσκόπηση < γάλα ( κτος) + σκόπηση < σκοπώ γαλακτοσκοπία < γάλα( κτος) + σκοπία < σκοπος < σκοπός. Η λ. γαλακτοσκόπησις μαρτυρείται από το 1894 από τον Αναστάσιο Χρηστομάνο στην… … Dictionary of Greek
γαλακτόμετρο — το το γαλακτοαραιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + μέτρο πρβλ. αγγλ. galactometer (< γάλα, κτος + μέτρον), lactometer (νόθο σύνθ. < λατ. lac, lactis + μέτρον). Η λ. γαλακτόμετρον μαρτυρείται από το 1848 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
Schmücken — Schmücken, verb. reg. act. die Gestalt eines Dinges verschönern, besonders so fern es durch glänzende oder andere für schön gehaltene Dinge geschiehet, da es denn in der edlern und höhern Schreibart für das mehr vertrauliche putzen üblich ist.… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Γαλάξια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, που ονομάστηκε έτσι από το γεύμα της ημέρας αυτής, τη γαλαξία (χυλός κριθαριού και γάλα). Τα τελούσαν προς τιμήν της Κυβέλης, μητέρας των θεών. * * * Γαλάξια, τα (Α) γιορτή προς τιμήν τής μητέρας τών θεών στην Αθήνα, κατά… … Dictionary of Greek
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ανακτοβούλιο — το 1. συμβουλευτικό σώμα τού μονάρχη, σύμβουλοι, υπουργοί 2. αίθουσα συνεδριάσεων αυτού τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άναξ κτος + βούλιο < βουλή] … Dictionary of Greek
ανακτομισθία — η βασιλική χορηγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άναξ κτος + μισθία < μισθός] … Dictionary of Greek
ανακτοσυμβούλιο — το συμβούλιο που συνεδριάζει υπό την προεδρία τού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άναξ, κτος + συμβούλιο] … Dictionary of Greek
απείραχτος — κ. κτος, κ. γος, η, ο [πειράζω] 1. αυτός που δεν τον έχει πειράξει κανείς, ο ανενόχλητος 2. μτφ. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 3. (για κλοπή) αυτός που δεν έχει αφαιρεθεί από κάπου … Dictionary of Greek